- στεφανίζω
- Α [στέφανος]στεφανώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στεφανίσαι — στεφανίζω crown aor inf act στεφανίσαῑ , στεφανίζω crown aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφανισθείς — στεφανίζω crown aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐστεφάνιξα — στεφανίζω crown aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)